- λαϊκοδημοκρατικός
- η , ό[ν] народно-демократический;
λαϊκοδημοκρατικές χώρες — страны народной демократии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαϊκοδημοκρατικές χώρες — страны народной демократии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαϊκοδημοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λαϊκή δημοκρατία … Dictionary of Greek